- τσαγιέρα
- τσαγιέρα, η και τσαγιερό, τοειδικό δοχείο για το βράσιμο του τσαγιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαγιέρα — η, Ν σκεύος στο οποίο παρασκευάζεται και με το οποίο σερβίρεται το τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα), με ανάπτυξη ευφωνικού γ ] … Dictionary of Greek
-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… … Dictionary of Greek
τεϊοδόχη — η, Ν (λόγιος τ.) η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
τσαγιερό — το, Ν η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό)] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
πορσελάνινος — η, ο ο κατασκευασμένος από πορσελάνη: Τσαγιέρα πορσελάνινη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμοβάρι — το (λ. ρωσ.), μετάλλινο σκεύος όπου βράζουν το νερό για το τσάι, τσαγιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγιερό — το βλ. τσαγιέρα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)